Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Perfume
Παραδείγματα
He bought a new bottle of his favorite perfume as a gift for his girlfriend.
Αγόρασε ένα νέο μπουκάλι του αγαπημένου του αρώματος ως δώρο για την κοπέλα του.
She sprayed a little perfume on her wrist before going out to dinner.
Ψέκασε λίγο άρωμα στον καρπό της πριν πάει για δείπνο.
02
άρωμα
a distinctive odor that is pleasant
to perfume
01
αρωματίζω, εφαρμόζω άρωμα
apply perfume to
02
αρωματίζω, διαποτίζω με μια μυρωδιά
fill or impregnate with an odor
Λεξικό Δέντρο
perfumery
perfume



























