Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Penury
01
έλλειψη, φτώχεια
a state of being exceedingly poor and in need
Παραδείγματα
He grew up in penury, struggling to meet basic needs.
Μεγάλωσε στην έλλειψη, παλεύοντας να καλύψει τις βασικές ανάγκες.
The novel portrays the harsh reality of life in penury.
Το μυθιστόρημα απεικονίζει τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής στην έσχατη φτώχεια.
Λεξικό Δέντρο
penurious
penury



























