Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Penchant
01
ροπή
a strong tendency to do something or a fondness for something
Παραδείγματα
She has a penchant for making people laugh.
Έχει μια ροπή στο να κάνει τους ανθρώπους να γελούν.
Her penchant for adventure drives her travels.
Η ροπή της για περιπέτεια οδηγεί τα ταξίδια της.



























