Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
peevish
01
ευερέθιστος, γκρινιάρης
easily irritated, especially over trivial matters
Παραδείγματα
His peevish attitude made it challenging to have a pleasant conversation with him.
Η ευερέθιστη συμπεριφορά του έκανε δύσκολη την ευχάριστη συζήτηση μαζί του.
She woke up feeling peevish after a night of interrupted sleep.



























