Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to peeve
01
ενοχλώ, εξοργίζω
to irritate someone, typically with a minor or petty matter
Transitive: to peeve sb
Παραδείγματα
The constant interruptions peeved her during the meeting.
Οι συνεχείς διακοπές την ενοχλούσαν κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
His constant lateness peeves his colleagues.
Η συνεχής του αργοπορία ενοχλεί τους συναδέλφους του.
Peeve
01
ενόχληση, εκνευρισμός
an annoyed or irritated mood
Λεξικό Δέντρο
peeved
peeve



























