peerage
pee
ˈpɪ
πι
rage
rəʤ
ρατζ
British pronunciation
/pˈi‍əɹɪd‍ʒ/

Ορισμός και σημασία του "peerage"στα αγγλικά

01

αριστοκρατία

the members of a country's nobility as a class
example
Παραδείγματα
The members of the peerage enjoyed certain privileges and titles bestowed upon them due to their noble status.
Τα μέλη της αριστοκρατίας απολάμβαναν ορισμένα προνόμια και τίτλους που τους είχαν δοθεί λόγω της ευγενικής τους κατάστασης.
The titles within the peerage, such as duke, earl, viscount, and baron, held distinct ranks and responsibilities.
Οι τίτλοι εντός της ευγενείας, όπως ο δούκας, ο κόμης, ο υποκόμης και ο βαρόνος, είχαν διακριτές τάξεις και ευθύνες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store