Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paranoiac
01
παρανοϊκός, άτομο που πάσχει από παράνοια
a person afflicted with paranoia
paranoiac
01
παρανοϊκός, παρανοειδής
exhibiting excessive or irrational suspicion and mistrust of others
Παραδείγματα
Her paranoiac tendencies made it difficult for her to form close relationships, as she constantly feared betrayal.
Οι παρανοϊκές της τάσεις έκαναν δύσκολο για αυτήν να σχηματίσει στενές σχέσεις, καθώς φοβόταν συνεχώς την προδοσία.
His paranoiac delusions made him believe that his neighbors were spying on him and plotting against him.
Οι παρανοϊκές αυταπάτες του τον έκαναν να πιστεύει ότι οι γείτονές του τον κατασκοπεύουν και συνωμοτούν εναντίον του.



























