Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paramour
01
εραστής, αγαπημένος
a lover, especially one in a secret or illicit relationship
02
εραστής, αγαπημένος
a woman's lover
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εραστής, αγαπημένος
εραστής, αγαπημένος