Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paramotor
01
παραμότορ, μηχανοκίνητο αλεξίπτωτο ανέμου
a type of powered paraglider used in adventure sports like paramotoring and powered paragliding
Παραδείγματα
He strapped on his paramotor and soared into the sky with a gentle hum of the engine.
Έδεσε το παραμότορ του και ανέβηκε στον ουρανό με ένα απαλό βουητό του κινητήρα.
Paramotors allow enthusiasts to take off and land from almost anywhere with ease.
Τα παραμότορα επιτρέπουν στους λάτρεις να απογειώνονται και να προσγειώνονται από σχεδόν οπουδήποτε με ευκολία.



























