Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paramedic
01
παραϊατρός, τεχνικός επείγουσας ιατρικής
a trained individual who provides emergency medical care to people before taking them to the hospital
Παραδείγματα
The paramedic arrived at the accident scene and immediately began assessing the injured.
Ο παραϊατρικός έφτασε στη σκηνή του ατυχήματος και άρχισε αμέσως να αξιολογεί τους τραυματίες.
She decided to pursue a career as a paramedic to help people in critical situations.
Αποφάσισε να ακολουθήσει καριέρα ως παραϊατρός για να βοηθάει ανθρώπους σε κρίσιμες καταστάσεις.
Λεξικό Δέντρο
paramedical
paramedic



























