Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Paralytic
01
παραλυτικός, άτομο που πάσχει από παράλυση
a person suffering from paralysis
paralytic
01
παραλυτικός, πληγείς από παράλυση
affected with paralysis
02
παραλυτικός, σχετικός με την παράλυση
relating to or of the nature of paralysis
Λεξικό Δέντρο
paralytic
paralyt



























