Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
palpable
01
απτός, αντιληπτός
capable of being physically sensed
Παραδείγματα
The lump on his arm was palpable, even through the fabric.
Ο όγκος στο χέρι του ήταν απτός, ακόμα και μέσα από το ύφασμα.
A palpable scar ran across his cheek, rough to the touch.
Μια αισθητή ουλή διέτρεχε το μάγουλό του, τραχιά στην αφή.
02
απτός, ευδιάκριτος
so obvious that it can be felt
Παραδείγματα
The tension in the room was palpable, making everyone uneasy.
Η ένταση στο δωμάτιο ήταν αισθητή, κάνοντας όλους να νιώθουν ανήσυχοι.
Her excitement was palpable as she waited for the results of the competition.
Ο ενθουσιασμός της ήταν αισθητός καθώς περίμενε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού.



























