Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
painless
01
ανώδυνος, χωρίς πόνο
not involving any pain or discomfort
Παραδείγματα
The dentist assured her that the procedure would be painless.
Ο οδοντίατρος την διαβεβαίωσε ότι η διαδικασία θα ήταν ανώδυνη.
Thanks to modern medicine, the surgery was completely painless.
Χάρη στη σύγχρονη ιατρική, η εγχείρηση ήταν εντελώς ανώδυνη.
Παραδείγματα
She found the exam to be painless, answering all questions confidently.
Βρήκε την εξέταση ανώδυνη, απαντώντας με σιγουριά σε όλες τις ερωτήσεις.
The process for returning the item was quick and painless.
Η διαδικασία επιστροφής του προϊόντος ήταν γρήγορη και ανώδυνη.
Λεξικό Δέντρο
painlessly
painless
pain



























