Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Painkiller
01
παυσίπονο, αναλγητικό
a type of medicine that is used to reduce or relieve pain
Παραδείγματα
She took a painkiller to help manage her headache after a long day at work.
Πήρε ένα παυσίπονο για να βοηθήσει στη διαχείριση του πονοκεφάλου της μετά από μια μακρά μέρα στη δουλειά.
The doctor prescribed a stronger painkiller for post-surgery discomfort.
Ο γιατρός συνέταξε ένα ισχυρότερο παυσίπονο για τη δυσφορία μετά την εγχείρηση.
Λεξικό Δέντρο
painkiller
pain
killer



























