owl
owl
aʊl
αουλ
British pronunciation
/aʊl/

Ορισμός και σημασία του "owl"στα αγγλικά

01

κουκουβάγια, γλαύκα

a type of bird with a round face, large eyes and a loud call that hunts smaller animals mainly during the night
Wiki
owl definition and meaning
example
Παραδείγματα
Owls are known for their exceptional night vision, enabling them to hunt effectively in low light conditions.
Οι κουκουβάγιες είναι γνωστές για την εξαιρετική νυχτερινή όρασή τους, που τους επιτρέπει να κυνηγούν αποτελεσματικά σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού.
Barn owls possess heart-shaped facial disks that help them capture sound, aiding in their hunting abilities.
Οι κουκουβάγιες διαθέτουν δίσκους προσώπου σε σχήμα καρδιάς που τους βοηθούν να πιάνουν τον ήχο, βοηθώντας στις κυνηγετικές τους ικανότητες.

Λεξικό Δέντρο

owlish
owl
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store