Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
overtly
01
ανοιχτά, σαφώς
in a way that is visible or easily noticed
Παραδείγματα
She expressed her opinions overtly during the public meeting.
Εξέφρασε τις απόψεις της ανοιχτά κατά τη δημόσια συνεδρίαση.
The company overtly announced its new product launch through a press release.
Η εταιρεία ανοιχτά ανακοίνωσε την κυκλοφορία του νέου της προϊόντος μέσω δελτίου τύπου.



























