Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to overestimate
01
υπερεκτιμώ, υπερτιμώ
to guess or calculate a value, size, or etc. to be higher than it actually is
Transitive: to overestimate a quantity
Παραδείγματα
I tend to overestimate the time it takes to complete tasks.
Έχω την τάση να υπερεκτιμώ τον χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση των εργασιών.
She overestimated the number of guests who would attend the party.
Υπερεκτίμησε τον αριθμό των καλεσμένων που θα παρευρίσκονταν στο πάρτι.
02
υπερεκτιμώ, υπερτιμώ
to give or assign a greater level of importance to something than it actually has
Transitive: to overestimate sth
Παραδείγματα
I overestimated the impact of his approval on the success of my plan.
Υπερεκτίμησα την επίδραση της έγκρισής του στην επιτυχία του σχεδίου μου.
Many overestimate the value of appearances in professional settings.
Πολλοί υπερεκτιμούν την αξία της εμφάνισης σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Overestimate
01
υπερεκτίμηση, υπερτίμηση
a calculation or measurement that gives a value higher than the true amount
Παραδείγματα
The project cost an overestimate due to unexpected delays.
Το έργο κόστισε μια υπερεκτίμηση λόγω απροσδόκητων καθυστερήσεων.
His overestimate of the population size was significant.
Η υπερεκτίμησή του για το μέγεθος του πληθυσμού ήταν σημαντική.
02
υπερεκτίμηση, υπερτίμηση
an appraisal or judgment of something that assigns it too high a value
Παραδείγματα
Her overestimate of his abilities led to disappointment.
Η υπερεκτίμησή της για τις ικανότητές του οδήγησε σε απογοήτευση.
Investors ' overestimates of company profits inflated stock prices.
Οι υπερεκτιμήσεις των επενδυτών για τα κέρδη των εταιρειών διέφηραν τις τιμές των μετοχών.
Λεξικό Δέντρο
overestimate
estimate
estim



























