Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Outreach
01
προσέγγιση, κοινωνική υπηρεσία
the act of helping or offering services to people who are unlikely to receive it in the normal way
Παραδείγματα
She manages a team that provides mobile outreach services to isolated rural areas.
Διαχειρίζεται μια ομάδα που παρέχει υπηρεσίες προσέγγισης με κινητά μέσα σε απομονωμένες αγροτικές περιοχές.
Community outreach is a major part of the organization's efforts to assist homeless populations.
Η προσέγγιση της κοινότητας αποτελεί σημαντικό μέρος των προσπαθειών του οργανισμού για βοήθεια στους άστεγους.
Λεξικό Δέντρο
outreach
out
reach



























