Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
outlying
01
απομακρυσμένος, περιφερειακός
far from the center or main areas
Παραδείγματα
The outlying islands are known for their pristine beaches and untouched landscapes.
Τα απομακρυσμένα νησιά είναι γνωστά για τις παρθένες παραλίες και τα ανέγγιχτα τοπία τους.
The outlying districts of the city have fewer amenities and services.
Οι απομακρυσμένες συνοικίες της πόλης έχουν λιγότερες παροχές και υπηρεσίες.
Λεξικό Δέντρο
outlying
out
lying



























