Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
outgoing
Παραδείγματα
The outgoing student eagerly participated in group activities and made friends easily.
Ο κοινωνικός φοιτητής συμμετείχε με ενθουσιασμό σε ομαδικές δραστηριότητες και έκανε εύκολα φίλους.
Her outgoing personality shone at social gatherings, where she effortlessly struck up conversations with strangers.
Η κοινωνική της προσωπικότητα έλαμπε στις κοινωνικές συγκεντρώσεις, όπου άρχιζε συζητήσεις με αγνώστους χωρίς κόπο.
02
εξερχόμενος, αποχωρών
leaving a place or a position
03
αποχωρών, παραιτούμενος
retiring from a position or office
Λεξικό Δέντρο
outgoing
outgo



























