Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
autographic
01
αυτόγραφος, χειρόγραφος
relating to something that is written or signed by hand, especially by the author or creator themselves
Παραδείγματα
The autographic letter was a unique piece of history, signed by the author himself.
Η αυτόγραφη επιστολή ήταν ένα μοναδικό κομμάτι ιστορίας, υπογεγραμμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Her autographic notes added a personal touch to the manuscript, making it more valuable.
Οι αυτόγραφες σημειώσεις της πρόσθεσαν μια προσωπική πινελιά στο χειρόγραφο, κάνοντάς το πιο πολύτιμο.
Λεξικό Δέντρο
autographic
graphic
graph



























