Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
operose
01
επίπονος, κουραστικός
requiring considerable effort, often in a slow or tedious manner
Παραδείγματα
Her operose efforts in the kitchen resulted in a beautiful feast.
Οι επίπονες προσπάθειές της στην κουζίνα οδήγησαν σε ένα όμορφο γεύμα.
The operose process of restoring the old building was exhausting.
Η επίπονη διαδικασία αποκατάστασης του παλιού κτιρίου ήταν εξαντλητική.
Λεξικό Δέντρο
operoseness
operose



























