Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ophidiophobia
01
οφιδιοφοβία, Η οφιδιοφοβία της την έκανε αδύνατο να επισκεφτεί την έκθεση ερπετών.
an extreme and unnatural fear of snakes
Παραδείγματα
Her ophidiophobia made it impossible for her to visit the reptile exhibit.
Η οφιδιοφοβία της έκανε αδύνατη την επίσκεψή της στην έκθεση ερπετών.
He avoided hiking trails because of his severe ophidiophobia.
Απέφυγε τα μονοπάτια πεζοπορίας λόγω της σοβαρής οφιδιοφοβίας του.



























