LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
On time
/ˌɒn tˈaɪm/
/ˌɑːn tˈaɪm/
Adverb (2)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "on time"
on time
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
στην ώρα
exactly at the specified or expected time
punctual
unpunctual
02
στην ώρα
at the scheduled or expected time, without delay
on time
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
στην ώρα
payable in installments within a designated period of time
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App