Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Authenticity
01
γνησιότητα
the quality of being genuine, real, or true
Παραδείγματα
The museum curator verified the authenticity of the ancient artifact.
Ο επιμελητής του μουσείου επαλήθευσε την γνησιότητα του αρχαίου αντικειμένου.
Her speech resonated with the audience due to its authenticity and heartfelt message.
Η ομιλία της συνέπεσε με το κοινό λόγω της γνησιότητας και του ειλικρινούς μηνύματος.
Λεξικό Δέντρο
authenticity
authent



























