Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to obtrude
01
επιβάλλομαι, παρεμβαίνω
to force oneself in a situation in which one is not welcome
02
επιβάλλω, παρεμβαίνω
to impose something on an unwilling person
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επιβάλλομαι, παρεμβαίνω
επιβάλλω, παρεμβαίνω