Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
obliging
01
εξυπηρετικός, φιλόφρων
showing a cheerful willingness to do favors for others
Λεξικό Δέντρο
disobliging
obligingly
obligingness
obliging
oblige
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εξυπηρετικός, φιλόφρων
Λεξικό Δέντρο