Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to objurgate
01
επιπλήττω, αποπαίρνω σοβαρά
to severely scold or express disapproval
Παραδείγματα
The teacher objurgated the students for their lack of preparation.
Ο δάσκαλος επέπληξε τους μαθητές για την έλλειψη προετοιμασίας τους.
By the end of the day, she will have objurgated the team for their errors.
Μέχρι το τέλος της ημέρας, θα έχει επιπλήξει την ομάδα για τα λάθη της.
02
αποδοκιμάζω αυστηρά, επιπλήττω σφοδρά
censure severely
Λεξικό Δέντρο
objurgation
objurgate



























