Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
objectively
01
αντικειμενικά, με αντικειμενικό τρόπο
in a manner based on facts rather than personal feelings, opinions, or biases
Παραδείγματα
The journalist reported objectively, avoiding emotional language.
Ο δημοσιογράφος ανέφερε αντικειμενικά, αποφεύγοντας τη συναισθηματική γλώσσα.
Try to look at the situation objectively and set your emotions aside.
Προσπαθήστε να δείτε την κατάσταση αντικειμενικά και αφήστε τα συναισθήματά σας στην άκρη.
02
αντικειμενικά, με αντικειμενικό τρόπο
in a way that exists independently of thought, belief, or personal perception
Παραδείγματα
The mountains exist objectively, whether we see them or not.
Τα βουνά υπάρχουν αντικειμενικά, είτε τα βλέπουμε είτε όχι.
Time passes objectively, even if we feel it moving slowly or quickly.
Ο χρόνος περνά αντικειμενικά, ακόμα κι αν τον αισθανόμαστε να κινείται αργά ή γρήγορα.
Λεξικό Δέντρο
objectively
objective
object



























