oakum
oa
ˈoʊ
ου
kum
kəm
καμ
British pronunciation
/ˈə‍ʊkəm/

Ορισμός και σημασία του "oakum"στα αγγλικά

01

στόπη, πισσωμένη ίνα

a tarred fiber used for caulking seams in wooden ships and as insulation in plumbing
example
Παραδείγματα
The shipwright carefully packed oakum into the seams of the wooden hull to make the vessel watertight.
Ο ναυπηγός γέμισε προσεκτικά στόπες στις ραφές του ξύλινου κύτους για να κάνει το πλοίο αδιάβροχο.
After removing the old oakum, the ship's crew diligently replaced it with fresh tarred fiber to prevent leaks during the voyage.
Μετά την αφαίρεση του παλιού στουπίου, το πλήρωμα του πλοίου το αντικατέστησε επιμελώς με φρέσκια πισσωμένη ίνα για να αποφευχθούν διαρροές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store