numismatist
nu
nu
νου
mis
ˈmɪs
μισ
ma
μα
tist
ˌtɪst
τιστ
British pronunciation
/njˈuːmɪsmˌætɪst/

Ορισμός και σημασία του "numismatist"στα αγγλικά

01

νομισματολόγος, συλλέκτης νομισμάτων

someone who collects, studies, or deals with coins, currency, and related items, often as a hobby or profession
Wiki
example
Παραδείγματα
The numismatist spent years assembling a comprehensive collection of rare coins from around the world.
Ο νομισματολόγος πέρασε χρόνια συγκεντρώνοντας μια ολοκληρωμένη συλλογή σπάνιων νομισμάτων από όλο τον κόσμο.
As a numismatist, she specialized in ancient Roman coins and frequently attended coin conventions to expand her collection.
Ως νομισματολόγος, ειδικευόταν σε αρχαία ρωμαϊκά νομίσματα και συμμετείχε συχνά σε συνεδρίων νομισμάτων για να επεκτείνει τη συλλογή της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store