Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
nonprescription
01
χωρίς συνταγή, διαθέσιμο χωρίς συνταγή
(medicine) available for purchase without requiring a prescription from a healthcare professional
Παραδείγματα
Cough drops are a common nonprescription remedy for throat irritation.
Τα σκευάσματα για τον βήχα είναι ένα κοινό χωρίς συνταγή φάρμακο για τον ερεθισμό του λαιμού.
Nonprescription oral hygiene products, like toothpaste, are essential for daily care.
Τα προϊόντα στοματικής υγιεινής χωρίς συνταγή, όπως η οδοντόκρεμα, είναι απαραίτητα για την καθημερινή φροντίδα.
Λεξικό Δέντρο
nonprescription
prescription



























