Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
accepted
01
αποδεκτός, αναγνωρισμένος
(of ideas, opinions, etc.) considered reasonable or agreed by most people
Παραδείγματα
The accepted solution to the problem was simple yet effective.
Η αποδεκτή λύση του προβλήματος ήταν απλή αλλά αποτελεσματική.
Most accepted theories are based on years of research.
Οι περισσότερες αποδεκτές θεωρίες βασίζονται σε χρόνια έρευνας.
Οικογένεια λέξεων
accept
Verb
accepted
Adjective
unaccepted
Adjective
unaccepted
Adjective



























