Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
naughty
01
άτακτος, σκανταλιάρης
(typically of children) behaving badly or disobeying rules
Παραδείγματα
She could n't help but smile at her cat 's naughty antics as it knocked over a vase.
Δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει με τις άτακτες φασαρίες της γάτας της καθώς αναποδογύριζε ένα βάζο.
The little boy 's naughty behavior got him into trouble with his parents.
Η άτακτη συμπεριφορά του μικρού αγοριού του έφερε μπελάδες με τους γονείς του.
Παραδείγματα
The movie had a naughty sense of humor that made everyone laugh.
Η ταινία είχε ένα ατακτο χιούμορ που έκανε όλους να γελάσουν.
She wore a naughty costume to the party, which turned a few heads.
Φόρεσε ένα αταίριαστο κοστούμι στο πάρτι, που τράβηξε μερικά βλέμματα.
Λεξικό Δέντρο
naughtily
naughtiness
naughty
naught



























