Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
munificent
01
γενναιόδωρος, πλουτοδότης
showing generosity in respect of one's possessions, such as time, money, etc.
Παραδείγματα
The billionaire's munificent donation transformed the small charity into a thriving organization.
Η πλουσιόδωρη δωρεά του δισεκατομμυριούχου μεταμόρφωσε τον μικρό φιλανθρωπικό οργανισμό σε μια ακμάζουσα οργάνωση.
His munificent support for the arts earned him widespread acclaim and gratitude.
Η πλουσιοπάροχη υποστήριξή του για τις τέχνες του χάρισε ευρεία αναγνώριση και ευγνωμοσύνη.
Λεξικό Δέντρο
munificently
munificent
munific



























