Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Munificence
01
μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία
the quality of showing generosity in regard to what one possesses, especially money
Λεξικό Δέντρο
munificence
munific
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία
Λεξικό Δέντρο