Munificent
volume
British pronunciation/mjuːnˈɪfɪsənt/
American pronunciation/mjuːnˈɪfɪsənt/

Ορισμός και Σημασία του "munificent"

munificent
01

showing generosity in respect of one's possessions, such as time, money, etc.

munificent definition and meaning
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store