Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mundane
01
κοινότοπος, βαρετός
lacking the ability to arouse interest or cause excitement
Παραδείγματα
The mundane task of washing dishes felt tedious and uninteresting.
Η κοινότοπη εργασία του πλύσιμο των πιάτων φαινόταν κουραστική και μη ενδιαφέρουσα.
His mundane job involved repetitive tasks that offered little challenge.
Η κοινότοπη δουλειά του περιλάμβανε επαναλαμβανόμενες εργασίες που προσέφεραν μικρή πρόκληση.
02
επίγειος, κοσμικός
belonging to this earth or world; not ideal or heavenly
03
κοινότοπος, κοσμικός
characterized by a focus on practical or worldly affairs, rather than abstract or theoretical considerations
Παραδείγματα
As a financial advisor, his expertise lay in navigating the mundane complexities of investment portfolios and retirement planning.
Ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος, η ειδίκευσή του έγκειτο στην πλοήγηση των κοσμικών πολυπλοκότητων των επενδυτικών χαρτοφυλακίων και του σχεδιασμού συνταξιοδότησης.
The seminar aimed to provide practical advice for dealing with mundane challenges in the workplace, such as time management and conflict resolution.
Το σεμινάριο είχε ως στόχο να παρέχει πρακτικές συμβουλές για την αντιμετώπιση καθημερινών προκλήσεων στον χώρο εργασίας, όπως η διαχείριση χρόνου και η επίλυση συγκρούσεων.
Λεξικό Δέντρο
mundanely
mundaneness
mundane



























