Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Multiplicity
01
πολλαπλότητα, πληθώρα
a great number
Παραδείγματα
The multiplicity of options made it difficult to choose the best one.
Η πολλαπλότητα των επιλογών έκανε δύσκολη την επιλογή της καλύτερης.
The multiplicity of languages spoken in the area reflected its diverse population.
Η πολλαπλότητα των γλωσσών που ομιλούνταν στην περιοχή αντικατόπτριζε τον ποικιλόμορφο πληθυσμό της.
Λεξικό Δέντρο
multiplicity
multiple



























