Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
motivational
01
παρακινητικός, εμπνευσμένος
encouraging or inspiring action or behavior
Παραδείγματα
The motivational speaker inspired the audience to pursue their dreams.
Ο ενθαρρυντικός ομιλητής ενέπνευσε το κοινό να κυνηγήσει τα όνειρά του.
Setting goals can be a powerful motivational tool.
Ο καθορισμός στόχων μπορεί να είναι ένα ισχυρό κινητήριο εργαλείο.
Λεξικό Δέντρο
motivational
motivation
motivate
motiv



























