Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
motivated
01
παρακινημένος, αποφασισμένος
having a strong desire or ambition to achieve a goal or accomplish a task
Παραδείγματα
She was motivated to excel in her career and worked hard to achieve success.
Ήταν παρακινημένη να διακριθεί στην καριέρα της και δούλεψε σκληρά για να επιτύχει επιτυχία.
He felt motivated to improve his health and started exercising regularly.
Αισθάνθηκε παρορμησμένος να βελτιώσει την υγεία του και άρχισε να ασκείται τακτικά.
Λεξικό Δέντρο
unmotivated
motivated
motivate
motiv



























