Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mother country
01
μητέρα πατρίδα, χώρα προέλευσης
the country from which a colony or former colony originated or was controlled
Παραδείγματα
The colony sought independence from the mother country.
Η αποικία επιζητούσε ανεξαρτησία από τη μητρόπολη.
The settlers kept their loyalty to the mother country.
Οι άποικοι διατήρησαν την πίστη τους στην μητέρα πατρίδα.
02
πατρίδα, μητρική χώρα
a country that is considered the origin or homeland of a person
Παραδείγματα
He always dreamed of returning to his mother country, Italy.
Πάντα ονειρευόταν να επιστρέψει στη μητέρα πατρίδα του, την Ιταλία.
She missed her mother country, despite living in the U.S. for years.
Ένιωθε την απουσία της μητέρας πατρίδας της, παρά τα χρόνια διαμονής στις ΗΠΑ.



























