Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mortified
01
νεκρωμένος, ταπεινωμένος
feeling deeply embarrassed or humiliated
Παραδείγματα
She was mortified when her phone rang loudly during the silent performance.
Ήταν ντροπιασμένη όταν το τηλέφωνό της χτύπησε δυνατά κατά τη διάρκεια της σιωπηλής παράστασης.
He looked mortified after tripping on stage in front of everyone.
02
νεκρωμένος, που υποφέρει από θάνατο ιστού
suffering from tissue death
03
ντροπιασμένος, ταπεινωμένος
feed pigs
Λεξικό Δέντρο
mortified
mortify
mort



























