Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Modishness
01
η τροπικότητα, η συμβατότητα με τη μόδα
the quality of being fashionable or in style
Παραδείγματα
The modishness of her wardrobe made her a trendsetter in the fashion community.
Η σύγχρονη τάση της γκαρνταρόμπας της την έκανε να ορίζει τις τάσεις στη κοινότητα της μόδας.
The designer 's new collection embraced the modishness of the latest fashion trends.
Η νέα συλλογή του σχεδιαστή ενστερνίστηκε τη σύγχρονη τάση των τελευταίων μόδας.
Λεξικό Δέντρο
modishness
modish
mode



























