Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mixed-up
01
μπερδεμένος, σαστισμένος
feeling mentally or emotionally confused
Παραδείγματα
She felt mixed-up after hearing both sides of the story.
Αισθάνθηκε μπερδεμένη αφού άκουσε και τις δύο πλευρές της ιστορίας.
He was too mixed-up to respond clearly during the interview.
Ήταν πολύ μπερδεμένος για να απαντήσει ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.



























