Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mixed-ability
01
μικτής ικανότητας, ετερογενής
involving people who have different levels of skill, knowledge, or ability in the same group
Παραδείγματα
The teacher used a mixed-ability approach in the classroom.
Ο δάσκαλος χρησιμοποίησε μια προσέγγιση μικτής ικανότητας στην τάξη.
Mixed-ability classes can be harder to manage.
Οι τάξεις με μικτές ικανότητες μπορεί να είναι πιο δύσκολες στη διαχείριση.



























