Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Missive
01
επιστολή, επίσημη επιστολή
a letter which is usually long and official
Παραδείγματα
The CEO sent out a missive to all employees regarding the upcoming changes in company policy.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος έστειλε μια επιστολή σε όλους τους υπαλλήλους σχετικά με τις επερχόμενες αλλαγές στην πολιτική της εταιρείας.
The missive from the ambassador arrived late, causing delays in the diplomatic negotiations.
Η επιστολή του πρέσβη έφτασε αργά, προκαλώντας καθυστερήσεις στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις.



























