Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
mindfully
01
συνειδητά, προσεκτικά
in a way that involves being consciously aware, attentive, and fully present in the moment
Παραδείγματα
She listened mindfully, giving him her full attention.
Άκουσε προσεκτικά, δίνοντάς του όλη της την προσοχή.
He mindfully chose his words to avoid causing offense.
Επιλέγει τις λέξεις του προσεκτικά για να μην προκαλέσει προσβολή.
Λεξικό Δέντρο
unmindfully
mindfully
mindful
mind



























