Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
astutely
01
έξυπνα, οξυδερκώς
in a way that shows sharp judgment, keen insight, or practical intelligence
Παραδείγματα
She astutely avoided the question, sensing a trap.
Απέφυγε έξυπνα την ερώτηση, νιώθοντας μια παγίδα.
He astutely recognized the opportunity hidden in the crisis.
Αναγνώρισε έξυπνα την ευκαιρία που κρύβονταν στην κρίση.
Λεξικό Δέντρο
astutely
astute



























