Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sapiently
01
σοφά, με βαθιά κατανόηση
in a manner showing great wisdom, insight, or deep understanding
Παραδείγματα
The professor spoke sapiently about the complexities of human nature.
Ο καθηγητής μίλησε σοφά για τις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης φύσης.
She sapiently advised her students to think critically and carefully.
Συμβούλευσε σοφά τους μαθητές της να σκέφτονται κριτικά και προσεκτικά.
Λεξικό Δέντρο
sapiently
sapient
sapi



























